Πέδρο Αντόνιο δε Αλαρκόν
«Η Ψηλή Γυναίκα και άλλες αναληθοφανείς ιστορίες»
εκδόσεις μάγμα
συνάντηση με την Δήμητρα Παπαβασιλείου
Β.Μ: Ποιος είναι ο Πέδρο Αντόνιο δε Αλαρκόν και ποια η γνώμη σου αφού μετέφρασες τη συλλογή διηγημάτων Η ψηλή γυναίκα και άλλες αναληθοφανείς αφηγήσεις;
Ο Πέδρο Αντόνιο δε Αλαρκόν, ο οποίος τελευταία «ανακαλύπτεται» εκ νέου τόσο στην πατρίδα του, όπου αντιμετωπίζεται με μια εντελώς καινούρια ματιά (σαν ένας, ούτε λίγο ούτε πολύ, cult συγγραφέας), όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, είναι ένας Ισπανός κλασικός, αλλά όχι από τις… κλασικές περιπτώσεις κλασικών. Συγγραφέας που έχαιρε μεγάλης φήμης και αναγνώρισης στην εποχή του, θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους του ισπανικού 19ου αιώνα, για λόγους όμως τελείως διαφορετικούς απ’ ό,τι στο παρελθόν. Οι σύγχρονοί του τον θαύμαζαν για τα εκτενέστερα έργα του – ηθογραφικά μυθιστορήματα στην πλειονότητά τους, τα οποία εντάσσονται στο κυρίαρχο τότε λογοτεχνικό κίνημα του Ρεαλισμού, ενώ δεν έχαναν την ευκαιρία να διαβάσουν και τα άφθονα χρονογραφήματα και ταξιδιωτικά κείμενά του· αντίθετα, τα μικρότερης έκτασης και επηρεασμένα από τον (ήδη ξεπερασμένο, τύποις, την εποχή εκείνη) Ρομαντισμό αφηγήματά του ανέκαθεν ήταν μάλλον παραγνωρισμένα από το ευρύ κοινό. Έτσι, όταν κοινό και κριτική μπόρεσαν να δουν τα σε μεγάλο βαθμό ηθικολογικά μυθιστορήματά του στις πραγματικές τους διαστάσεις, ο Αλαρκόν περιέπεσε σε λήθη. Στις μέρες μας, όμως, ξανάρχεται λογοτεχνικά στη ζωή χάρη σε αυτά ακριβώς τα μικρότερα αφηγήματα-διαμάντια που στο παρελθόν βρίσκονταν στην αφάνεια. Πρόκειται για ένα από τα πολλά παράδοξα που διέπουν την περίπτωση του Αλαρκόν, ως συγγραφέα και ανθρώπου, και που τον καθιστούν μια πρόκληση για τον εκάστοτε μεταφραστή, δουλειά του οποίου είναι, μεταξύ άλλων, να «αναδείξει» τις αντιφάσεις και την ποικιλομορφία του πρωτοτύπου(και του ανθρώπου που βρίσκεται πίσω από αυτό). Μεταφράζοντας ορισμένες από τις Αναληθοφανείς αφηγήσεις του (ανάμεσά τους και την αριστουργηματική «Ψηλή γυναίκα»), έμεινα έκπληκτη από το πόσο επιδέξια συνδυάζει Ρεαλισμό και Ρομαντισμό (θέτοντας συνήθως τον πρώτο στην υπηρεσία του δεύτερου!) και από το πόσο μοντέρνος είναι αυτός ο συγγραφέας, στις τεχνικές, τα «τεχνάσματα» και τα στιλ γραφής που χρησιμοποιεί.
Β.Μ: Πόσο σημαντική είναι η λογοτεχνία του Αλαρκόν για την εποχή εκείνη, αλλά και πώς επηρέασε (αν επηρέασε) τη μετέπειτα ισπανόφωνη λογοτεχνία;
Χάρη στη ρομαντική του κλίση (κληρονομιά των –επαναστατικών, πολιτικά, και ονειροπόλων εν γένει– νεανικών του χρόνων), στα διηγήματα και τις νουβέλες του ο Αλαρκόν καλλιέργησε το φανταστικό είδος, και μάλιστα σε όλες του τις εκφάνσεις. Έτσι, στις Αναληθοφανείς αφηγήσεις του συναντάμε κείμενα που εκπροσωπούν επάξια και τις τρεις κατηγορίες φανταστικής λογοτεχνίας που διακρίνει ο Τοντόροφ, στη διάσημη πραγματεία του για το είδος: «παράξενο», «(αμιγώς) φανταστικό», «θαυμαστό». Ειδικά το καθαυτό φανταστικό βρίσκει κορυφαία και υποδειγματική έκφραση στην «Ψηλή γυναίκα», διήγημα που διόλου τυχαία περιλαμβάνεται στη «Βίβλο» του είδους, την Ανθολογία φανταστικής λογοτεχνίας του Ροζέ Καγιουά, την οποία λάτρευε ο Μπόρχες. Ο Αλαρκόν δεν υπήρξε μόνο δεξιοτέχνης αλλά και πρωτοπόρος στο είδος αυτό, καθώς προηγήθηκε της γενιάς Ισπανών συγγραφέων (όπως ο Μπενίτο Πέρεθ Γκαλδός ή η Εμίλια Πάρδο Μπαθάν) που καλλιέργησαν το φανταστικό, έστω και παράλληλα με το «κύριο» (αν μη τι άλλο ογκωδέστερο) πεζογραφικό τους έργο, το οποίο εντάσσεται στο Ρεαλισμό. Σε κάθε περίπτωση, πέρα από το ταλέντο, την ιδιοσυγκρασία ή το όποιο άλλο υπόβαθρο, το βέβαιο είναι ότι ο Αλαρκόν δε θα είχε γράψει φανταστικό όπως έγραψε αν δεν είχε ανακαλύψει –και «αποκρυπτογραφήσει»– από πολύ νωρίς το έργο του Πόε, όπως τεκμηριώνεται από επιστολή του (σωστό δοκίμιο) του 1858 (ο ίδιος γεννήθηκε το 1833). Ανάμεσα στα άλλα επιτεύγματά του, λοιπόν, θα πρέπει να του πιστωθεί ότι εισήγαγε στην ισπανική λογοτεχνία τα διδάγματα του αρχιερέα του μυστηρίου και του τρόμου (αλλά και της σάτιρας και του υποδόριου πλην όμως ανελέητου χιούμορ!). Η μετέπειτα ισπανόφωνη λογοτεχνία, και κυρίως η λατινοαμερικάνικη, που φημίζεται για το πλούσιο και πολύμορφο φανταστικό της, οφείλουν πολλά στον ισπανικό 19ο αιώνα γενικά και στον Αλαρκόν ειδικότερα.
Β.Μ: Γιατί σταματά τόσο «απότομα» το γράψιμο, και πώς εξηγείς τη μεταστροφή του από έναν ριζοσπάστη άνθρωπο των γραμμάτων σε ένθερμο υποστηρικτή αξιών που άλλοτε όχι μόνο απέρριπτε αλλά και στηλίτευε μετά πάθους;
Η περίφημη αυτή μεταστροφή είναι ένα ακόμη –ίσως το μεγαλύτερο– παράδοξο που χαρακτηρίζει τον (πνευματικό) βίο του Αλαρκόν. Πώς από πρωτοστάτης των εργατικών εξεγέρσεων στην Ανδαλουσία και μαχητικός δημοσιογράφος, υπέρμαχος αντιμοναρχικών, αντικληρικών και αντιστρατιωτικών θέσεων, «μεταμορφώνεται» σε ακραιφνή συντηρητικό και υπερασπιστή των παραδοσιακών αξιών; Οι βιογράφοι του αναφέρουν ως κομβικό το περιστατικό μιας μονομαχίας με πιστόλια για λόγους ιδεολογικούς, στα νεανικά του ακόμη χρόνια. Ο Αλαρκόν πυροβόλησε πρώτος εναντίον του φιλοβασιλικού αντιπάλου του, αστόχησε και όμως… γλίτωσε από βέβαιο θάνατο: ο αντίπαλός του, βετεράνος στο «σπορ», πυροβόλησε στον αέρα χαρίζοντάς του τη ζωή, καθώς είχε επίγνωση του συγγραφικού του ταλέντου. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο Αλαρκόν εγκατέλειψε τη ριζοσπαστική εφημερίδα που ο ίδιος είχε ιδρύσει και αποσύρθηκε για ένα διάστημα εκτός Μαδρίτης, προφανώς σε κατάσταση ψυχικής αναταραχής και σύγχυσης, για να διαμορφώσει, στη συνέχεια, μια παραδοσιοκρατική ιδεολογία.
Όσο για την πρώιμη «σιωπή του», περίπου μία δεκαετία πριν από τον ούτως ή άλλως πρώιμο θάνατό του (στα πενήντα οκτώ του χρόνια), αποδίδεται στην απογοήτευσή του όσον αφορά την υποδοχή των τελευταίων έργων του –εκείνων που περισσότερο εκτιμούσε ο ίδιος–, και στην «ιδεοληψία του» σχετικά με μια συνωμοσία σιωπής γύρω από αυτά, τη στιγμή που απλούστατα είχε αρχίσει να ενοχλεί η ηθικολογική του τάση. Στο τέλος της ζωής του, πάντως, θα πρέπει να είχε απολέσει ολότελα τη ματαιοδοξία του, καθώς (γεγονός ελάχιστα γνωστό) στη διαθήκη του ζητούσε την πιο ταπεινή ταφή, χωρίς καθόλου τιμές, σε ένα κοινό μνήμα χωρίς επιγραφή.
Β.Μ: Τι ρόλο παίζει το θέμα του θανάτου στα διηγήματα που περιλαμβάνονται στην έκδοση Η ψηλή γυναίκα και άλλες αναληθοφανείς αφηγήσεις;
Ο θάνατος αποτελεί τον κύριο θεματικό άξονα των αφηγημάτων που ενέταξε ο Αλαρκόν στη συλλογή του Αναληθοφανείς αφηγήσεις (Narraciones inverosímiles, 1882), η οποία εξάλλου περιλαμβάνει –και ξεκινά με– την εμβληματική νουβέλα με τον εύγλωττο τίτλο Ο Θάνατος και ο φίλος του, που έχει κυκλοφορήσει ως αυτοτελές έργο στα ελληνικά. Στο συγκεκριμένο κείμενο εισάγεται από πολύ νωρίς στην αφήγηση, ως συμπρωταγωνιστής στα τεκταινόμενα, πλάι στον ήρωα, ο προσωποποιημένος Θάνατος, ως (σχεδόν) παντοδύναμη (μετά τον Ύψιστο, σύμφωνα με τον καθολικό Αλαρκόν), παντογνώστρια οντότητα και ουσιαστικός πρωταγωνιστής, καθώς αυτός κινεί τα νήματα. Τον ίδιο ρόλο διαδραματίζει σαφώς η «ψηλή γυναίκα» στο ομώνυμο αφήγημα («διήγημα φόβου» σύμφωνα με τον Αλαρκόν), καθώς η μυστηριώδης, απόκοσμη και κατά γκροτέσκο τρόπο αποκρουστική αυτή μορφή μοιάζει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, με ενσάρκωση του Θανάτου (ας μην ξεχνάμε ότι στα ισπανικά ο θάνατος –la muerte– είναι γένους θηλυκού). Εμφανίζεται, εξάλλου, σε κομβικές στιγμές στη ζωή του πρωταγωνιστή της ιστορίας (και κύριου αφηγητή), αναγγέλλοντας το χαμό κάποιου προσώπου – και προδιαγράφοντας το θάνατο του ιδίου…
Το διήγημα «Ένας χρόνος στη Σπιτσβέργη», πάλι, δεν είναι παρά η εξιστόρηση της άνισης μάχης ενός ανθρώπου ενάντια στην ίδια την καταδίκη του σε θάνατο: εξόριστος στον απώτατο Βορρά, χωρίς κανένα υλικό μέσο που να εξασφαλίζει την επιβίωσή του, είναι παραδομένος σε μια φύση-δήμιο. Το νησί της Σπιτσβέργης είναι, στην περίπτωση αυτή, ο Θάνατος – και αν τελικά ο ήρωας-αφηγητής καταφέρνει να ξεφύγει από αυτό(ν), φεύγει ζωντανός-νεκρός. Κατά ανάλογο τρόπο, η σκιά του Θανάτου απλώνεται, εξαρχής, βαριά πάνω από τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο διήγημα «Τα μαύρα μάτια», ιστορία εκδίκησης και ναυτική περιπέτεια μαζί (!), όπου ο Θάνατος ενσαρκώνεται και πάλι από τη φύση, και συγκεκριμένα από την τρομερή ρουφήχτρα του Μάελστρομ. Στο «Είμαι, έχω και επιθυμώ», τέλος, ο θάνατος παρουσιάζεται, με ειρωνεία όσο και κατανόηση, ως μοναδική διαφυγή και αναπόδραστη μοίρα του «καρυωτακικού» ήρωα-ποιητή. Αξίζει να επισημάνουμε ότι και στα τρία αυτά διηγήματα, που συνοδεύουν την «Ψηλή γυναίκα», στο θάνατο οδηγεί, ουσιαστικά, ένας μοιραίος έρωτας ή / και μια μοιραία γυναίκα.
Β.Μ: Τι ξεχωρίζει τα αφηγήματα που μετέφρασες από τα υπόλοιπα έργα του Αλαρκόν, και τι προκλήσεις ή / και δυσκολίες περιλάμβανε η μετάφραση;
Όπως προανέφερα, ενώ τα μυθιστορήματα του Αλαρκόν χαρακτηρίζονται από έναν ηθογραφικό ρεαλισμό, τα μικρότερης έκτασης αφηγήματά του κινούνται στην επικράτεια του φανταστικού, μαρτυρώντας τη ρομαντική τους προέλευση. Το ξεχωριστό στοιχείο όμως, σε αυτή την περίπτωση, είναι ότι ο συγγραφέας προκειμένου να κάνει φανταστικό επιστρατεύει το ρεαλισμό, στις περιγραφές (λίαν νατουραλιστικές σε πολλά σημεία της «Ψηλής γυναίκας», τόσο που καταλήγουν στο γκροτέσκο και το αλλόκοτα μακάβριο), στο λεξιλόγιο, το οποίο συχνά περιλαμβάνει όρους από ποικίλα επιστημονικά αντικείμενα, στο ύφος. Αυτό το πάντρεμα των δύο αισθητικών σχολών ανάμεσα στις οποίες ταλαντευόταν ο Αλαρκόν, όπου ο κατ’ επίφασιν ρεαλισμός του εξυπηρετεί, στην ουσία, το ρομαντικό του πρόγραμμα, ήταν μάλλον το μεγαλύτερο διακύβευμα της μετάφρασης, η οποία έπρεπε να αποδώσει την υφολογική ποικιλία του πρωτοτύπου: ακριβείς περιγραφές και νηφάλιος, μετρημένος λόγος από τη μία και λυρικές, σχεδόν παραληρηματικές εξάρσεις από την άλλη· στακάτες φράσεις στη λογική του less is more, οι οποίες πράγματι δημιουργούν ισχυρό εφέ στα σημεία όπου σοφά χρησιμοποιούνται, και μπαρόκ υπερβολή… Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε τη (συχνά υπόγεια) ειρωνεία και το λεπτό πλην όμως κοφτερό χιούμορ – έχοντας πάντα κατά νου τον δεξιοτέχνη του σαρκασμού και λογοτεχνικό ίνδαλμα του Αλαρκόν, τον Πόε. Εντυπωσιακά πολλά και, συχνά, ετερόκλητα (έως και αντικρουόμενα, εκ πρώτης όψεως) στοιχεία για μικρής έκτασης κείμενα, που όμως συνιστούν τον πλούτο και τη μοναδικότητά τους, αλλά και την πρόκληση για τον μεταφραστή.
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Μάης 2020
Δήμητρα Παπαβασιλείου
(Νάξος 1977). Μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Θεατρολογία και Μετάφραση – Μεταφρασεολογία και εργάζεται ως μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει μεταφράσει δοκίμια τέχνης και ιστορίας των πολιτισμών, λιμπρέτα, καθώς και ισπανόφωνη λογοτεχνία (Ρομπέρτο Αρλτ, Οράσιο Κιρόγα, Σέσαρ Βαγιέχο, Χοσέ Εουστάσιο Ριβερα, τους Διαλόγους του Χόρχε Λουίς Μπόρχες και Ερνέστο Σάμπατο, κ.ά).