Συζήτηση με την Τιτίκα Δημητρούλια με αφορμή το έργο του SantiagoH. Amigorena,Τα Τελευταία μου Λόγια (του οποίου πραγματοποίησε την μετάφραση) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg και στην εκπληκτική σειρά Aldina.
Β.Μ.: Ποιος είναι ο Santiago H. Amigorena;
Ο Σαντιάγο Αμιγκορένα είναι ένας πολυσχιδής δημιουργός, συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης εβραϊκής καταγωγής, που γεννήθηκε το 1962 στο Μπουένος Άιρες. Η οικογένειά του αυτοεξορίστηκε όταν ήταν έξι ετών, ταξίδεψε και έζησε σε διάφορες χώρες και από τα έντεκά του χρόνια ζει στη Γαλλία. Eργάζεται ως σεναριογράφος από το 1989, προκειμένου, όπως ο ίδιος επισημαίνει, να καλύπτει τις βιοτικές του ανάγκες – αφού η συγγραφή δεν μπορεί να του εξασφαλίσει τα προς το ζην, παρότι πάνω απ’ όλα αυτοπροσδιορίζεται ως συγγραφέας. Το 2006 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, σε δικό του σενάριο, η οποία προβλήθηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο Ημέρες Σεπτεμβρίου (Quelques Jours en Septembre) και έκανε αίσθηση στα διεθνή Φεστιβάλ. Θα ακολουθήσουν άλλες δύο, η ταινία Violences (Βιαιότητες, Another silence, 2011) και Les enfants rouges (Τα κόκκινα παιδιά, 2014), ενώ έχει αναγγείλει τη νέα του ταινία με τον προσωρινό τίτλο Le printemps (Η άνοιξη).
Το 1998, αρχίζει να γράφει πεζογραφία, επινοώντας την ίδια του τη ζωή, με τον αφηγητή στα έργα του να ονομάζεται Σαντιάγο Αμιγκορένα και να εξερευνά τις ποικίλες διαστάσεις βίωσης της εξορίας και την επίδρασή της στον λόγο του ανθρώπου – ή αλλιώς τον τρόπο με τον οποίο ο εξόριστος χάνει μαζί με τον γενέθλιο τόπο όχι απλώς τη μητρική του γλώσσα, αλλά την ίδια τη δυνατότητα του λόγου και κατακλύζεται από τη σιωπή. Το 2019 εξέδωσε το μυθιστόρημα Το εσωτερικό γκέτο (Le Ghetto intérieur), όπου αφηγείται την ιστορία του πολωνοεβραίου παππού του Βιθέντε Ρόζενμπεργκ, που μετοίκησε στην Αργεντινή το 1928 και ξεκίνησε μια νέα ζωή, αφήνοντας πίσω τη μητέρα του, που πέθανε τελικά στην Τρεμπλίνκα. Η σιωπή του εξόριστου αυτού Εβραίου παππού, που βιώνει ενοχικά το γεγονός ότι έχει επιβιώσει, ενώ οι αγαπημένοι του συντρίφτηκαν στα γρανάζια της Ιστορίας, είναι η καταγωγική συνθήκη της σιωπής που κατακλύζει το έργο του Αμιγκορένα – το μυθιστόρημα θα κυκλοφορήσει σύντομα στα ελληνικά, σε δική μου μετάφραση.
Πλάι στα έργα του αυτά, εκδίδει και τα λεγόμενα «παραρτήματα», κείμενα με διαφορετικούς αφηγητές που συνήθως συνομιλούν με έργα μεγάλων συγγραφέων – ένα από αυτά είναι Τα τελευταία μου λόγια.
Β.Μ.: Πώς ανακαλύψατε τον Santiago H. Amigorena και Τα τελευταία του λόγια;
Παρότι τον γνώριζα ως συγγραφέα, το συγκεκριμένο έργο το ανακάλυψε ο Γιώργος Δαρδανός, ο οποίος είχε επαφές με τον σκηνοθέτη Τζόναθαν Νόσιτερ που γυρίζει την ομώνυμη ταινία (Lastwords), βασισμένη στο βιβλίο, και μου πρότεινε αρχικά να το διαβάσω. Το θεώρησα εξαιρετικά ενδιαφέρον και πρωτότυπο όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το τέλος της ανθρωπότητας και έτσι στη συνέχεια το μετέφρασα.
Β.Μ.:Πείτε μας δυο λόγια για το βιβλίο, το οποίο έχει αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές!
Μετά από μια σειρά από επάλληλες καταστροφές, οι οποίες μοιάζουν δυστυχώς πια πολύ οικείες στον σύγχρονο αναγνώστη, έχουν απομείνει στη γη ελάχιστοι άνθρωποι. Κάποιοι από αυτούς αποφασίζουν να απευθύνουν ένα κάλεσμα, για να συγκεντρωθούν όλοι οι λίγοι άνθρωποι που έχουν επιζήσει στην Αθήνα, στην Ακρόπολη. Σ’ αυτόν τον καταυλισμό των τελευταίων ανθρώπων, που έχουν φτάσει στα όρια της ατομικής και ανθρώπινης υπόστασής τους, ένας υπέργηρος, πολύ καλλιεργημένος άντρας με το παρανόμι Ουίλιαμ Σαίξπηρ – τα ονόματα έχουν χάσει εκ των πραγμάτων τη σημασία τους και έχουν ξεχαστεί μαζί με πολλά άλλα στοιχεία της ανθρώπινης ταυτότητας – κουβαλάει μαζί του και διαβάζει συνεχώς ένα κείμενο που δεν ονομάζεται και είναι ο Υπερίων ή ο Ερημίτης στην Ελλάδα του Χαίλντερλιν. Το επιστολικό, φιλελληνικό αυτό έργο του 1797-9, πέραν των ιστορικών γεγονότων στην Ελλάδα που οργανώνει την επανάστασή της, πραγματεύεται, στο πλαίσιο των φιλοσοφικών, οντολογικών ερωτημάτων που θέτει, τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τον κόσμο στην αξεδιάλυτη ενότητά τους. Μυθιστόρημα μαθητείας, όπως ο Υπερίων, τα Τελευταία μου λόγια παρακολουθούν την προσπάθεια του Σαίξπηρ να μεταδώσει στον τελευταίο επιζήσαντα νεαρό άντρα, στον οποίο έχει δώσει το όνομα του επιστολικού συνομιλητή του Υπερίωνα Μπελαρμέν, τη γνώση του κόσμου μέσα από σπουδαία κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ως σπόρο για μια άλλη αντίληψη του ανθρώπου όσον αφορά τη θέση του στο σύμπαν, ως κληρονομιά σε μια άλλη ανθρωπότητα, εάν και όποτε υπάρξει.
Έντονα πολιτικό στην ουσία του, το βιβλίο ξεκινά με τον θάνατο του Σαίξπηρ και ανατρέχει με φλας-μπακ στη ζωή του αφηγητή στον καταυλισμό, στην εμπειρία της φιλίας των δύο αντρών, στον βίο και την πολιτεία των τελευταίων ανθρώπων αλλά και της ανθρωπότητας στην πορεία της προς την καταστροφή. Ο Μπελαρμέν ξεκινάει μόνος πια στο τέλος ένα ταξίδι αναζήτησης της αλήθειας, εσωτερικής και κοσμικής. Δεν θέλω να μιλήσω για το τέλος του έργου, τόσο διαφορετικό από τις γνωστές, κινηματογραφικές κυρίως δυστοπίες. Το κύριο χαρακτηριστικό του βιβλίου πάντως είναι ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώνει την αγωνία για την ύπαρξη του ανθρώπου, αλλά και τα κείμενα που μπορούν να τον οδηγήσουν στην αυτογνωσία, την αλλαγή αντίληψης και τρόπου ζωής, σε μια πολύ απλή, κινηματογραφικών καταβολών αφήγηση, αποδραματοποιημένη, καθόλου μελοδραματική που μιλάει άμεσα στον αναγνώστη, τον συγκλονίζει και τον αφυπνίζει.
Υπάρχει στο διαδίκτυο ένα βίντεο από μια παρουσίαση του βιβλίου, που κάναμε μαζί με την Αναστασία Αντωνοπούλου και τον Γιώργο Λαμπράκο, όπου μπορεί κανείς να ακούσει πολύ περισσότερα για το βιβλίο:
https://www.youtube.com/watch?v=gbntI2YLOBk&list=PLHtz3MSZ-QU8WwqruxI2ryZ4Mm5S69GhY&index=43&t=0s
Β.Μ.: Κατά τη γνώμη σας, πόσο το έργο του Amigorenaξεφεύγει από τα όρια της Λατινικής Αμερικής και απηχεί σε όλο τον κόσμο;
Ο Αμιγκορένα είναι όντως λατινοαμερικανός, αργεντινός, όσο και Εβραίος, όσο και Γάλλος πια, μέχρις ενός σημείου τουλάχιστον, μετά από τόσα χρόνια που ζει στη Γαλλία, ή Ευρωπαίος τουλάχιστον, κάτι που είναι έτσι κι αλλιώς εκ καταγωγής. Σε μια συνέντευξή του στον Ζακ Σανσέλ, στις 7 Ιουνίου 1978 (https://www.ina.fr/audio/PHD99229044), ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, τον οποίο περιλαμβάνει στις αναφορές του στα Τελευταία μου λόγια ο Αμιγκορένα, λέει ότι η πορτογαλικής καταγωγής οικογένειά του ζει τετρακόσια χρόνια στην Αργεντινή, αλλά ο ίδιος νιώθει πάντα Ευρωπαίος. Διότι ο Αργεντινός είναι πάντα, κατ’ αυτόν, ένας εξόριστος Ευρωπαίος. Αυτό ισχύει απολύτως και για τον Αμιγκορένα και την πολλαπλή του εξορία.
Νομίζω και η γραφή του, η αισθητική του είναι επίσης ευρωπαϊκή, χωρίς αυτό να σημαίνει, το αντίθετο, ότι δεν είναι λατινοαμερικανική – ο Μπόρχες εκφράζει στην ίδια συνέντευξή του τη λύπη του που η Ευρώπη δεν συνεχίζει να είναι το κατεξοχήν σημείο αναφοράς και αντ’ αυτής κυριαρχούν δύο μέτριες, όπως τις ονομάζει, χώρες, οι ΗΠΑ και η Ρωσία, μια απόφανση φυσικά που σηκώνει πολύ μεγάλη συζήτηση. Ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται ο Αμιγκορένα το τέλος του κόσμου, ή μάλλον το τέλος της ανθρωπότητας, είναι τόσο διαφορετικός από τις αμερικανικές δυστοπίες λόγου χάρη, λόγω του στοχασμού και του αναστοχασμού που ενσωματώνει στην αφήγηση, επειδή αναρωτιέται τι σημαίνει μια αφήγηση που περιγράφει το τέλος του κόσμου. Απ’ όλ’ αυτά, προκύπτει, νομίζω, ότι το κείμενο του Αμιγκορένα, τα κείμενά του γενικότερα, είναι κείμενα του κόσμου, όπως κι ο συγγραφέας τους, και δεν περιορίζονται καν στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη, είναι οικουμενικά. Το θέμα της εξορίας, της απώλειας της γλώσσας και του λόγου, της μνήμης, της ενοχής, της πίστης στον άνθρωπο παρ’ όλ’ αυτά, της μάχης για την κατάκτηση της ανθρωπιάς, ως ανθρώπινης υπόστασης και σχέσης με τον άλλον και τον κόσμο, πολύ δε περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το σπίτι μας, τη γη, είναι θέματα πανανθρώπινα.
Β.Μ.: Περιμένατε από ένα συγγραφέα με καταβολές από Λατινική Αμερική να γράψει ένα τόσο δυστοπικό βιβλίο;
Όπως είπα και προηγουμένως, στην πραγματικότητα ο Αμιγκορένα είναι Ευρωπαίος και υπάρχει μια σημαντική παράδοση δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας στην Ευρώπη, στην οποία προσωπικά συγκαταλέγω και τη Ρωσία, αλλά και στις ΗΠΑ, από κάποια έργα του Χ. Τζ. Ουέλς στον Τζακ Λόντον και τον Γεβγένι Ζαμιάτιν κι από τον Άλντους Χάξλεϊ και τον Τζορτζ Όργουελ στον Ρέι Μπράντμπερι αλλά και τον Φίλιπ Ντικ. Είναι αλήθεια βέβαια ότι η ευρωπαϊκή παράδοση της δυστοπίας έχει περισσότερο πολιτική κατεύθυνση, αφορά την εγκαθίδρυση ολοκληρωτισμών, η επιστημονική φαντασία πάντως ασχολείται όλο και περισσότερο με την κλιματική αλλαγή και τα σενάρια καταστροφής της γης. Ο Αμιγκορένα είναι φυσικά και Αργεντινός και υπάρχει και μια λατινοαμερικάνικη παράδοση της δυστοπίας, που μας είναι άγνωστη και ξεκινά από τον 19ο αιώνα και μάλιστα από την Αργεντινή, με το έργο του Εντουάρντο Λαντίσλαο Χόλμπεργκ Το θαυμαστό ταξίδι του κ. Νικ Νακ (Viaje maravilloso del Señor Nic Nac). Αυτή η παράδοση είναι πολύ ζωντανή ως σήμερα, πολύ πολιτική επίσης. Θυμίζω τη Χρονιά της ερήμου, του αργεντινού Πέδρο Μαΐράλ που σχολιάζει δυστοπικά την οικονομική κρίση στην Αργεντινή.
Ο Αμιγκορένα εντάσσεται σε όλες αυτές τις παραδόσεις, αν και ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το τέλος της ανθρωπότητας αναπαράγει εκ του αντιθέτου και τις αποκαλυψιακές κινηματογραφικές κυρίως αφηγήσεις τύπου Μπλέιντ Ράνερ. Η σχέση του με τον κινηματογράφο δεν μπορεί παρά να καθορίζει και τη γραφή του, την έμπνευσή του, τις τεχνικές του. Ο ίδιος πάντως εξηγεί την προσέγγισή του με βάση τη γκραμσιανή λογική: «ότι δηλαδή υπάρχει μια ανισορροπία ανάμεσα στην απαισιοδοξία του ορθού λόγου και την αισιοδοξία της βούλησης: όσο προχωράει κανείς πιο βαθιά σε μια σκοτεινή και ορθολογική θεώρηση της πραγματικότητας, τόσο περισσότερο μπορεί να βρει αισιόδοξες δυνάμεις απέναντι σ’ αυτή τη σκοτεινιά.»
Β.Μ.: Στο παράρτημα του βιβλίου η καθηγήτρια γερμανικής και συγκριτικής λογοτεχνίας κ. Αναστασία Αντωνοπούλου αναδεικνύει τη διακειμενική σχέση μεταξύ του έργου του Αμιγκορένα με το μυθιστόρημα «Ο Υπερίων» του Χέλντερλιν. Δώστε μας μια γεύση για το κείμενο του Χέλντερλιν και ποια η δική σας άποψη πάνω στο θέμα;
Διαπιστώνοντας τη βαρύτητα του κειμένου του Χαίλντερλιν για την κατανόηση του έργου του Αμιγκορένα, ανέτρεξα στο κείμενο στα γαλλικά, διότι δυστυχώς τα γερμανικά μου είναι στοιχειώδη, και στη συνέχεια στην ελληνική μετάφραση. Στόχος μου ήταν να κατανοήσω σε βάθος τον τρόπο με τον εγκαθιδρύεται η σχέση μεταξύ των δύο κειμένων και το πώς το γερμανικό κείμενο αρδεύει το κείμενο του Αμιγκορένα – διότι άλλο είναι να έχουμε διαβάσει ένα βιβλίο και άλλο να το διαβάζουμε με συγκεκριμένη στόχευση. Επιπροσθέτως, ήθελα να παραθέσω από την ελληνική μετάφραση τα αποσπάσματα του Υπερίωνα στο κείμενο του Αμιγκορένα, ο οποίος συχνά τα παραλλάσσει ελαφρά. Με εντυπωσίασε το πώς ο Αμιγκορένα χρησιμοποιεί τον Χαίλντερλιν για να δημιουργήσει επιπρόσθετα επίπεδα στοχασμού στο κείμενό του, ενώ μπορεί κανείς να διαβάσει τα Τελευταία μου λόγια χωρίς ποτέ να διαβάσει τον Υπερίωνα ή τα άλλα έργα με τα οποία συνομιλεί. Αυτό τον στοχασμό για την τουρκοκρατούμενη και την αρχαία Ελλάδα, τη φύση, τον κόσμο, το καλό και το κακό, την αναζήτηση της ενότητας, δεν μπορούσα να τον ενσωματώσω στο σύνολό του στη μετάφραση και στις σημειώσεις μου. Απευθύνθηκα λοιπόν στην πολύ καλή συνάδελφο, την κ. Αντωνοπούλου, της έστειλα το βιβλίο και την παρακάλεσα να συνδράμει στην άρτια έκδοση της μετάφρασής του. Δέχτηκε με χαρά και έτσι έχουμε αυτή την εξαιρετική, διεξοδική ανάλυση του Υπερίωνα στο επίμετρο, που δίνει την ευκαιρία σε όποιον το επιθυμεί να εμβαθύνει περαιτέρω σ’ αυτόν τον διακειμενικό δεσμό και, κυρίως, στη φιλοσοφική διάσταση της συζήτησης περί ενότητας του ανθρώπου και της φύσης.
Β.Μ.: Σαν συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, στο παράρτημα παρατίθεται το κείμενο ο «Κένταυρος» του Μορίς ντε Γκερέν σε ποιο σημείο μας βοηθάει να κατανοήσουμε το έργο του Αμιγκορένα;
Ο Μωρίς ντε Γκερέν ήταν ένας Γάλλος ποιητής και συγγραφέας, στο μεταίχμιο του ρομαντισμού και του μοντερνισμού, που έλαμψε ως διάττων αστέρας στα γαλλικά γράμματα, αφού πέθανε σε ηλικία 29 ετών, αλλά το έργο του θεωρήθηκε εξαρχής και συνεχίζει να θεωρείται ως σήμερα πολύ σημαντικό. Ο Κένταυρος, κείμενο εν πολλοίς αυτοβιογραφικό, εκδόθηκε μετά τον θάνατό του και η αναφορά σ’ αυτό είναι κομβική για την κατανόηση του έργου του Αμιγκορένα, παρότι δεν θα πω γιατί για να μην χαλάσω την έκπληξη στους αναγνώστες. Ο Κένταυρος είναι επίσης ένα κείμενο μαθητείας που επιδέχεται πολλές ερμηνείες, η θέση της φύσης σ’ αυτό όμως και η σχέση της με τον άνθρωπο είναι δεδομένη. Αυτή τη φύση ο Γκερέν την προσεγγίζει μέσα από το αρχαιοελληνικό πρίσμα ως μια προαιώνια τάξη, που επιβιώνει όλων των κατακλυσμών, μια γιαγιά που κρύβει πολλά μυστικά, μια σύμβουλος του ανθρώπου που μπορεί να του χαρίσει δύναμη και γαλήνη, όπως σημειώνει σχολιάζοντας τον Κένταυρο ο Ερνέστ Ζυρομσκί. Θυμόμουν ότι είχα διαβάσει τον Κένταυρο σε μια παλιά ελληνική μετάφραση και χάρηκα πολύ όταν θυμήθηκα πού – ως το 1990, η ελληνική κουλτούρα και λογοτεχνία επηρεαζόταν κυρίως από τα γαλλικά και οι μεταφράσεις ήταν πολλές. O Σωτήρης Σκίπης, που το μετάφρασε το 1948 και το δημοσίευσε το 1949 στη Νέα Εστία, σημειώνει στην εισαγωγή του ότι από τα πρώτα του κιόλας ποιήματα «κανείς ποιητής δε μοιάζει να είναι τόσο κοντά στη φύση, όσον αυτός. Νομίζει κανείς πως σμίγεται, πώς ανακατώνεται με όλα τα στοιχεία της και με την ίδια». Έτσι ο Κένταυρός του, που παρατίθεται στο επίμετρο, ενισχύει από άλλη σκοπιά το επιχείρημα του Αμιγκορένα .
Δεν είναι τυχαίο πάντως ότι και ο Υπερίων και ο Κένταυρος είναι έργα φιλελλήνων που γνώριζαν και λάτρευαν την αρχαία αλλά και τη σύγχρονή τους Ελλάδα. Αυτό δίνει μια κατεύθυνση και ως προς την ερμηνεία της επιλογής της Ακρόπολης στο κείμενο του Αμιγκορένα και μπορεί να οδηγήσει και σε άλλες αναγνώσεις.
Β.Μ.: Σε μια κοινωνία αποσαθρωμένη όπως η σημερινή πόσο επίκαιρα είναι «Τα τελευταία μου λόγια»;
Διαβάζοντας για τις καταστροφές που προκάλεσε ο άνθρωπος ώστε να φτάσει στο τέλος του, ο αναγνώστης αναγνωρίζει πολλά σύγχρονα προβλήματα. Ο ίδιος ο κορονοϊός βρίσκεται με κάποιο τρόπο μέσα στο κείμενο, ως ο μεγάλος ιός, και το κρουαζιερόπλοιο με τους νεκρούς επίσης. Αλλά και η μείωση του αριθμού των μελισσών, η μόλυνση της ατμόσφαιρας, η εντατική αλιεία, η κατασπατάληση του νερού, όλα είναι εκεί. Στην ουσία περιγράφει την εποχή μας και θέτει το ζήτημα της ατομικής και της συλλογικής ευθύνης μας απέναντι στο μέλλον της ίδιας της γης και των επόμενων γενεών. Βεβαίως, τα ζητήματα αυτά είναι βαθιά πολιτικά και αφορούν μια συγκεκριμένη αντίληψη που βάζει πάνω απ’ όλα το κέρδος. Η αλλαγή πολιτικής σε σχέση με το περιβάλλον συναρτάται προς βαθύτερες πολιτικές αλλαγές, προς την ανατροπή ενός ολόκληρου, κυρίαρχου αυτή τη στιγμή συστήματος. Η οικολογία ή θα είναι ριζοσπαστική ή δεν θα είναι. Έχει σημασία πάντως να θυμόμαστε ότι δεν θα είναι η πρώτη καταστροφή της ανθρωπότητας και ότι η φύση, η γη έχει αποδείξει ότι είναι όντως μια προαιώνια τάξη, που αναγεννιέται μέσα από την καταστροφή. Το ζήτημα είναι αν εμείς θέλουμε να είμαστε οι άνθρωποι που θα έχουν επιφέρει τη νέα καταστροφή της ανθρωπότητας. Η λογοτεχνία όμως μόνο σημαίνει και προειδοποιεί. Τα υπόλοιπα, η δράση είναι άλλη δουλειά. Πόλεμοι, προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, ακραία καιρικά φαινόμενα, ιοί, λιμοί και καταποντισμοί, όλα προέρχονται από την ίδια αιτία, έναν αδηφάγο καπιταλισμό που, επιπλέον, χειραγωγεί και παρασέρνει τους ανθρώπους. Κι εκεί πρέπει να εστιάσουμε.
Β.Μ.: Τελειώνοντας τη μετάφραση αυτού του βιβλίου τι σας άφησε ως συναίσθημα;
Τρόμο για τα επερχόμενα, μέσα από τη μελλοντολογική τους καταγραφή, θυμό για τις πολιτικές επιλογές που οδηγούν αναπόδραστα, όπως φαίνεται, στην καταστροφή, άγχος και αγωνία για το τι (πρέπει) να κάνουμε, όπως έλεγε κάποιος μεγάλος επαναστάτης σε άλλα συμφραζόμενα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Και μια παρηγορητική ευχαρίστηση ότι η λογοτεχνία συνεχίζει να επιτελεί τον ρόλο της με τον καλύτερο τρόπο, όχι μόνο σε αισθητικό αλλά και σε κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο, όπως αποδεικνύει το κείμενο του Αμιγκορένα. Έστω και μάταια, αν και ας ελπίσουμε πως όχι.
*Η Τιτίκα Δημητρούλια είναι καθηγήτρια στο τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας αλλά και συντονίστρια Γαλλοφωνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης